- διαβολέας
- [-εύς (-εως)] ο клеветник; доносчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαβολέας — ο αυτός που διαβάλλει, ο συκοφάντης: Μην εμπιστεύεσαι τις κρίσεις του για τους άλλους, γιατί είναι γνωστός διαβολέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαβολέας — ο (AM διαβολεύς) αυτός που διαβάλλει, ο συκοφάντης … Dictionary of Greek
αβάνης — ο [αβανιά] 1. συκοφάντης, διαβολέας, κακολόγος 2. άδικος, πλεονέκτης … Dictionary of Greek
αβανιάρης — α, ικο [αβανιά] συκοφάντης, διαβολέας, κακολόγος … Dictionary of Greek
ρουφιάνος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Σεπτεμβρίου. * * * ο, θηλ. ρουφιάνα, Ν 1. μαστροπός, προαγωγός 2. συκοφάντης, διαβολέας, σκευωρός, μηχανορράφος, ραδιούργος 3. αυτός που αποκαλύπτει για δικό του… … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
ραδιούργος — α, ο 1. μηχανορράφος, δολοπλόκος: Οι συντοπίτες του τονήξεραν για άνθρωπο μοχθηρό και ραδιούργο. 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ., ραδιούργος, ο και ραδιούργα,η άνθρωπος που κλίνει στη ραδιουργία, διαβολέας, ιντριγκάντης: Τον είδες το ραδιούργο που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)